
| α) τον ασκό, από προβιά κατσικιού β) ίο επιστόμιο, από ξύλο, κόκαλο, ή καλάμι. Από αυτό ο εκτελεστής φυσάει και γεμίζει το ασκί με αέρα γ) τα μέρη (άκρα) του ασκού, από ξύλο ή κόκκαλο δ) το μεγάλο σωλήνα (ισοκράτη ή μπάσο). Φτιάχνεται από ξύλο, δεν έχει τρύπες και δίνει μόνο ένα φθόγγο, ε) το μικρό σωλήνα (γκαϊτανίτσα), με επτά και μία πίσω τρύπες ή έξι και μία, σε ίση απόσταση, όχι όμως με τις ίδιες διαστάσεις |
 | ΤΣΑΜΠΟΥΝΑ Κατασκευή: H τσαμπούνα αποτελείται από: | α) το ασκί, από δέρμα κατσίκας. β) το επιστόμιο, από καλάμι, διάφορα ξύλα ή κόκαλο. |  | γ) τη συσκευή παραγωγής ήχου. Αυτή αποτελείται από μια αυλακωτή ξύλινη βάση που καταλήγει σε χοάνη. Μέσα σε αυτή τη θήκη είναι προσαρμοσμένοι με κερί δύο καλαμένιοι αυλοί με μονό γλωσσίδι.
 | ΚΡΗΤΙΚΗ ΛΥΡΑ Κατασκευή: Η λύρα έχει κοντό χέρι χωρίς μπερντέδες, τρία κλειδιά και τρεις μονές χορδές. Παίζεται με δοξάρι και συνήθως φτιάχνεται από τον ίδιο τον οργανοπαίχτη σε διάφορα μεγέθη. Το δοξάρι ήταν παλιότερα κυρτό, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως δοξάρι βιολιού. Τεχνική: Η μελωδία παίζεται συνήθως στην πρώτη, υψηλότερη χορδή. Συχνά όμως στο παίξιμο ο εκτελεστής, τρίβει με το δοξάρι παράλληλα και τη δεύτερη ή και την τρίτη χορδή μαζί, κρατώντας έτσι ένα ίσο. |
| Όταν ο λυράρης κάθεται, η λύρα παίζεται ακουμπισμένη πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα πόδια. Όταν παίζει όρθιος, ακουμπάει τη λύρα στο στήθος του, ενώ παλαιότερα τη στήριζε στη ζώνη της παραδοσιακής φορεσιάς. |
Ο γύρος της Ελλάδας |  | ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΛΥΡΑ  Κατασκευή: Ο κεμεντζές είναι η λύρα που παίζουν οι 'Ελληνες του Πόντου και της Καππαδοκίας. Οι χορδές της είναι τρεις μεταλλικές, ή δύο μεταλλικές και μια εντέρινη. Τεχνική: Όταν ο κεμεντζετζής παίζει όρθιος, το όργανο στηρίζεται στον αντίχειρα και το δείκτη του αριστερού χεριού, που ακουμπάει στην κεφαλή του οργάνου. Η μελωδία παίζεται κυρίως στις δύο υψηλότερες χορδές. Στο ύπαιθρο, όπου ο σχετικά αδύνατος ήχος του δεν ακούγεται πολύ, παίζουν δύο ή τρεις μαζί ή με νταούλι. Ο κεμεντζετζής σε αυτήν την περίπτωση βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, παρακολουθεί τους χορευτές με βηματισμούς στο ρυθμό του χορού, ενώ παράλληλα τους προτρέπει με συλλαβές, λέξεις ή φράσεις. |
|
|
ΛΑΓΟΥΤΟ Προέλευση: Το λαγούτο αποτελεί σύνθεση στοιχεί- ων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι) και το αραβικό ούτι (μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο).
|  |

| Κατασκευή: Οι διαστάσεις του οργάνου κυμαίνονται ανάλογα με τα καλούπια του κατασκευαστή. | • Το χέρι γίνεται από μονοκόμματο ξύλο. Οι έντεκα κινητοί μπερντέδες και σε συνέχειά τους τα καλαμάκια, τοποθετούνται κατά ημιτόνια. • Το καπάκι είναι ελαφρά κυρτωμένο για να αντέχει στην πίεση των χορδών. |  |
Τεχνική: Ο εκτελεστής λέγεται και μπασαδόρος ή πασαδόρος. Κρατάει την πένα με τον αντίχειρα και το δείκτη και την περνά ανάμεσα στο δείκτη και το μέσο. Ο καλός μουσικός παίζει με χαλαρό καρπό για να μην κουράζεται και παράγει σκληρό ήχο.
|  |

| ΟΥΤΙ Προέλευση: Το ούτι ήταν πολύ διαδεδομένο στη Μ. Ασία. Οι εκτελεστές του ερμηνεύουν ειδικότερα την ανατολική μουσική (ταξίμια, ανατολίτικους χορούς, κ.α.). Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή το '22, χρησιμοποιήθηκε περισσότερο και στον ελλαδικό χώρο. | Κατασκευή: Η κατασκευή της σκάφηs γίνεται όπως στο λαγούτο με τη διαφορά ότι οι ντούγες μπορεί να είναι δεκαεπτά, δεκαεννιά, είκοσι μία, ή είκοσι τρεις. |  |
ΣΑΝΤΟΥΡΙ
| Κατασκευή: Έχει περίπου εκατό μεταλλικές χορδές, οι οποίες δένονται σε μικρά ακέφαλα καρφιά στο αριστερό τμήμα ίουοργάνου. Οι χορδές για να διατηρούν σταθερή απόσταση από το καπάκι, ακουμπούν δεξιά και αριστερά σε μικρούς μεταλλικούς κυλίνδρους, τα μαξιλάρια. |  |
| Τεχνική: Παίζεται πάνω στα πόδια του οργανοπαίχτη, ή ακουμπισμένο πάνω σε ένα ειδικά κατασκευασμένο τραπέζι, ή κρεμασμένο στο λαιμό του εκτελεστή. Ο ήχος του είναι αρκετά δυνατός και παράγεται με το χτύπημα των χορδών. Οι μπαγκέτες κρατιούνται με τη βοήθεια του αντίχειρα, ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο και το παίξιμο γίνεται κυρίως με τον καρπό. Το σαντούρι μπορεί να παράγει μια μεγάλη ποικιλία σε ηχητικές αποχρώσεις, μελωδικά στολίδια και ρυθμικά σχήματα. Προέλευση: Διαδόθηκε από τους Έλληνες της Μ. Ασίας, της Πόλης και της Σμύρνης. Εμφανίζεται στο χώρο του Αιγαίου κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας, ωστόσο παιζόταν στην Ελλάδα και πριν το 1922, σε περιορισμένη όμως κλίμακα.
ΚΑΝΟΝΑΚΙ  | Κατασκευή: Στην αριστερή πλευρά, συνήθως υπάρχουν τα μανταλάκια, ένα είδος κινητών καβαλάρηδων που υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των φθόγγων κατά ένα τέταρτο του τόνου. Τεχνική: Ο εκτελεστής: • παίζει στο κέντρο του οργάνου, όταν θέλει να παράγει γλυκό ήχο (τεχνική που συνιστάται για Οθωμανική, Περσική και Βυζαντινή μουσική). • παίζει στα σημεία κοντά στη γέφυρα και τα μανταλάκια, όταν θέλει να παράγει πιο λαμπρό ήχο. • συνδυάζει τους δύο παραπάνω τρόπους. | 

| Προέλευση: Ήρθε από τους Άραβες στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε από τη Μ. Ασία μετά το 1922. |
| ΖΟΥΡΝΑΣ |  | Κατασκευή: Ο ζουρνάς αποτελείται από: • Το σωλήνα του ζουρνά με επτά μπροστά και μία πίσω τρύπες, που καταλήγει σε χοάνη. Στο κάτω μέρος του ηχείου υπάρχουν και άλλες τρύπες που όμως δεν παίζονται. • Το φάσουλα ή κλέφτη, που προσαρμόζεται στο επάνω μέρos του σωλήνα. |
• Το κανέλι, που εφαρμόζεται στο πάνω μέρος του φάσουλα. • Τη φούρλα, μια ροδέλα από την οποία περνάει το κανέλι • Το διπλό γλωσσίδι ή τσαμπούνι, που δένεται στο κανέλι. Τεχνική: Οι καλοί οργανοπαίκτες εφαρμόζουν την τεχνική της «κυκλικής αναπνοής», χρησιμοποιούν δηλαδή τη στοματική τους κοιλότητα σαν αποθήκη αέρα που εξακολουθεί να τροφοδοτεί το όργανο, ενώ αυτοί εισπνέουν από τη μύτη. Έτσι ο ήχος του ζουρνά δε διακόπτεται. Όταν παίζουν δύο ζουρνάδες μαζί, ο εκτελεστής που παίζει τη μελωδία λέγεται μάστορας ή πριμαδόρος και αυτός που κρατά το ίσο, μπασαδόρος ή πασαδόρος.
|  |

| ΚΛΑΡΙΝΟ Προέλευση: Το κλαρίνο έχει τη μεγαλύτερη έκταση από όλα τα πνευστά. Στον ελλαδικό χώρο εμφανίζεται γύρω στα 1835 στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία, από όπου και διαδόθηκε στην υπόλοιπη χώρα. |
Τεχνική: Ο λαϊκός μουσικός χρησιμοποιεί διαφορετική τεχνική από αυτή του δυτικού κλαρινέτου και προσαρμόζει το παίξιμό του στις ιδιομορφίες του τοπικού κάθε φορά μουσικού ιδιώματος. Σημαντικό ρόλο παίζει ο τρόπος με τον οποίο ο εκτελεστής διοχετεύει τον αέρα στο όργανο και αποδίδει τα μικροδιαστήματα των παραδοσιακών κλιμάκων και τα χαρακτηριστικά «γκλισάντι» του λαϊκού ύφους. Τα στολίδια δεξιοτεχνίας μοιάζουν με αυτά της δυτικής μουσικής και τα μελίσματα είναι στην ουσία αναλύσεις της απλής μελωδίας σε άλλες πολυπλοκότερες. |
|

| 
| ΒΙΟΛΙ Ιστορία: Στην Ελλάδα, η λέξη βιολί συναντιέται για πρώτη φορά σε κείμενο του 17ου αι., ενώ συχνά αναφέρεται στα δημοτικά τραγούδια. Τεχνική: Το λαϊκό βιολί κουρδίζεται κατά πέμπτες ή «αλα φράγκα» (σολ-ρε-λα-μι). Κουρδίζεται όμως και «αλά τούρκα», δηλαδή (σολ-ρε-λα-ρε). Ο λαϊκός βιολιστής ακουμπάει το βιολί στον ώμο του, στηρίζοντάς το στον καρπό του αριστερού χεριού του και την παλάμη του χωρίς να το πιέζει στο σαγόνι. Δε χρησιμοποιεί όλο το δοξάρι αλλά μέρος του. |
Μερικές φορές πάνω στο κέφι, χτυπάει το πίσω μέρος του ηχείου με το δοξάρι του, χρησιμοποιώντας το βιολί και σαν ρυθμικό όργανο. |  |

ΝΤΑΟΥΛΙ Κατασκευή: Το νταούλι φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη. Παλιά χρησιμοποιούνταν δέρμα γίδας, ενώ σήμερα κατεργασμένα δέρματα εμπορίου. Σε ένα καλό νταούλι, η μία βάση είναι λίγο μεγαλύτερη από την άλλη και το δέρμα της πιο χοντρό, ώστε να δίνει βαθύτερο ήχο.
| |


| Τεχνική: Παίζεται με δύο βέργες από ξύλο, τα νταουλόξυλα ή νταουλόβεργες. Το ξύλο του αριστερού χεριού είναι πολύ λεπτό και ελαφρύ και λέγεται βέργα ή βίτσα. Χτυπά τη λεπτή δερμάτινη επιφάνεια και δίνει τους αδύνατους χρόνους. Το ξύλο του δεξιού χεριού είναι χοντρότερο και βαρύτερο και λέγεται κόπανος. Χτυπά τη χοντρότερη επιφάνεια και δίνει τους ισχυρούς χρόνους. Στα νησιά, το μικρό νταούλι που συνοδεύει την τσαμπούνα ή το βιολί, λέγεται τουμπί και παίζεται κρατημένο κάτω από τη μασχάλη ή πάνω στον αριστερό μηρό, με τον εκτελεστή να χτυπάει πάντα στη μία δερμάτινη επιφάνεια με δυο ίδιες βέργες, τα τουμπόξυλα. |
|
|
|
|
|
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου